- μολύβδωση
- [-ις (-εως)] η тех свинцевание, покрывание, обработка свинцом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μολύβδωση — η (Α μολύβδωσις και μολίβδωσις) [μολυβδώνω] νεοελλ. 1. επένδυση ή επικάλυψη με πλάκες ή φύλλα μολύβδου 2. (φυτοπαθολ.) άλλη ονομασία τής ασθένειας τών φυτών αργυροφυλλίας αρχ. κόλληση ή επίχριση με μόλυβδο … Dictionary of Greek
μολυβδώσῃ — μολυβδώσηι , μολύβδωσις leading fem dat sg (epic) μολυβδόω melt like lead aor subj mid 2nd sg μολυβδόω melt like lead aor subj act 3rd sg μολυβδόω melt like lead fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)